- πώλας
- πώλᾱς , πώληfem acc plπώλᾱς , πώληfem gen sg (doric aeolic)πώλᾱς , πώληςsellermasc acc plπώλᾱς , πώληςsellermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλάς — άδος, ἡ, Α θηλυκός πώλος, θηλυκό πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δορκ άς)] … Dictionary of Greek